- ταυτογράμματος
- -η, -ο, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταυτόγραμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτο-* + -γράμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. μικρο-γράμματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στη Γραμματική τής κοινής Ελληνικής γλώσσης τού Αδ. Κοραή που εκδόθηκε από τον Ν. Δαμαλά].
Dictionary of Greek. 2013.